- τριτοκοσμικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στο λεγόμενο τρίτο κόσμο, στις χώρες του κινήματος των Αδεσμεύτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριτοκοσμικός — ή, ό, 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τρίτο κόσμο, στις λεγόμενες υπό ανάπτυξη χώρες 2. αυτός που μοιάζει σαν να ανήκει σε χώρα τού τρίτου κόσμου, που χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης (α. «τριτοκοσμική λιτότητα» β. «τριτοκοσμικά… … Dictionary of Greek
σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek